- Ναπολιτάνος
- θηλ. -α ο κάτοικος της Νεάπολης ή αυτός που κατάγεται απ' αυτήν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ναπολιτάνος — ο, θηλ. α (Μ Ναπολιτάνος και Ἀναπολιτάνος) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από τη Νεάπολη, ο κάτοικος τής Νεάπολης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Napolitano < Napoli, πόλη τής Ιταλίας] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ναπολιτάνικος — η, ο (Μ ναπολιτάνικος και ἀναπολιτάνικος, η, ον) [Ναπολιτάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Ιταλίας Νεάπολη ή που παράγεται στη Νεάπολη («ναπολιτάνικο κρασί») … Dictionary of Greek
βιολοντσέλο ή τσέλο — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.… … Dictionary of Greek
Καβαλίνο, Μπερνάρντο — (Bernardo Cavallino, 1616 – 1656). Ιταλός ζωγράφος. Στα έργα του διακρίνονται οι επιδράσεις που είχε δεχθεί από την τέχνη διάσημων συμπατριωτών του (Τιτσιάνο, Ρούμπενς και Καραβάτζιο). Ήταν ο μεγαλύτερος Ναπολιτάνος ζωγράφος της δεκαετίας 1640 50 … Dictionary of Greek
Λεοπάρντι, Τζάκομο — (Giacomo Leopardi, Ρεκανάτι 1798 – Νάπολη 1837). Ιταλός ποιητής, λόγιος και φιλόσοφος. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του κόμη Μονάλντο και της Αδελαΐδας Αντίτσι. Μεγάλωσε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα ενός κλειστού επαρχιακού περιβάλλοντος και επιδόθηκε πολύ… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… … Dictionary of Greek
Ριντ, Φρανσουά — (Rude, Ντιζόν 1784 – Παρίσι 1855). Γάλλος γλύπτης. Σπούδασε στην Ακαδημία της Ντιζόν με τον Φρανσουά Νεβόζ και στο Παρίσι εργάστηκε στο εργαστήριο του Πιερ Καρτέλα. Στις Βρυξέλες δημιούργησε, μαζί με τον Λουί Νταβίντ, τα μυθολογικά ανάγλυφα του… … Dictionary of Greek